Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
κατασκευαστός
κατασκευάστρια
View word page
κατασκεπαστέον
one must cover

ShortDef

one must cover

Debugging

Headword:
κατασκεπαστέον
Headword (normalized):
κατασκεπαστέον
Headword (normalized/stripped):
κατασκεπαστεον
IDX:
46599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46600
Key:

Data

{'content': 'one must cover'}