Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγιστεύω
ἁγιστός
ἁγιστύς
ἁγιώδως
ἁγιωσύνη
ἀγκάζομαι
ἄγκαθεν
Ἀγκαῖος
ἀγκάλη
ἀγκαλιδαγωγέω
ἀγκαλιδαγωγός
ἀγκαλίδη
ἀγκαλίζομαι
ἀγκαλῖναι
ἀγκαλίς
ἀγκάλισμα
ἀγκαλισμός
ἄγκαλος
ἀγκάς
ἀγκιστρεία
ἀγκιστρευτικός
View word page
ἀγκαλιδαγωγός
carrying an armful

ShortDef

carrying an armful

Debugging

Headword:
ἀγκαλιδαγωγός
Headword (normalized):
ἀγκαλιδαγωγός
Headword (normalized/stripped):
αγκαλιδαγωγος
IDX:
465
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-466
Key:

Data

{'content': 'carrying an armful'}