Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
κατασκευαστικός
View word page
κατασκεπάζω
cover entirely

ShortDef

cover entirely

Debugging

Headword:
κατασκεπάζω
Headword (normalized):
κατασκεπάζω
Headword (normalized/stripped):
κατασκεπαζω
IDX:
46597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46598
Key:

Data

{'content': 'cover entirely'}