Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
κατασκευαστέος
κατασκευαστής
View word page
κατασκέλλομαι
to become a skeleton, wither
ShortDef
to become a skeleton, wither
Debugging
Headword:
κατασκέλλομαι
Headword (normalized):
κατασκέλλομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασκελλομαι
IDX:
46596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46597
Key:
Data
{'content': 'to become a skeleton, wither'}