Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
κατασκευασμός
View word page
κατασκελετεύω
reduce to a skeleton

ShortDef

reduce to a skeleton

Debugging

Headword:
κατασκελετεύω
Headword (normalized):
κατασκελετεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασκελετευω
IDX:
46594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46595
Key:

Data

{'content': 'reduce to a skeleton'}