Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
κατασκεύασμα
View word page
κατασκεδάννυμι
to scatter
ShortDef
to scatter
Debugging
Headword:
κατασκεδάννυμι
Headword (normalized):
κατασκεδάννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατασκεδαννυμι
IDX:
46593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46594
Key:
Data
{'content': 'to scatter'}