Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
κατασκευασία
View word page
κατασκαφής
dug down

ShortDef

dug down

Debugging

Headword:
κατασκαφής
Headword (normalized):
κατασκαφής
Headword (normalized/stripped):
κατασκαφης
IDX:
46592
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46593
Key:

Data

{'content': 'dug down'}