Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
κατασκεπαστός
κατασκευάζω
View word page
κατασκαφή
a rasing to the ground, destruction; a grave
ShortDef
a rasing to the ground, destruction; a grave
Debugging
Headword:
κατασκαφή
Headword (normalized):
κατασκαφή
Headword (normalized/stripped):
κατασκαφη
IDX:
46591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46592
Key:
Data
{'content': 'a rasing to the ground, destruction; a grave'}