Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
κατασκέπασμα
κατασκεπαστέον
View word page
κατασκάπτω
to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow
ShortDef
to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow
Debugging
Headword:
κατασκάπτω
Headword (normalized):
κατασκάπτω
Headword (normalized/stripped):
κατασκαπτω
IDX:
46589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46590
Key:
Data
{'content': 'to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow'}