Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
κατασκεπάζω
View word page
κατασιωπητέον
one must keep silence

ShortDef

one must keep silence

Debugging

Headword:
κατασιωπητέον
Headword (normalized):
κατασιωπητέον
Headword (normalized/stripped):
κατασιωπητεον
IDX:
46587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46588
Key:

Data

{'content': 'one must keep silence'}