Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
κατασκελής
κατασκέλλομαι
View word page
κατασιωπάω
to be silent about

ShortDef

to be silent about

Debugging

Headword:
κατασιωπάω
Headword (normalized):
κατασιωπάω
Headword (normalized/stripped):
κατασιωπαω
IDX:
46586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46587
Key:

Data

{'content': 'to be silent about'}