Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
κατασκελετεύω
View word page
κατασίνομαι
injure, damage

ShortDef

injure, damage

Debugging

Headword:
κατασίνομαι
Headword (normalized):
κατασίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασινομαι
IDX:
46584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46585
Key:

Data

{'content': 'injure, damage'}