Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
κατασκεδάννυμι
View word page
κατασιλλαίνω
mock at

ShortDef

mock at

Debugging

Headword:
κατασιλλαίνω
Headword (normalized):
κατασιλλαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασιλλαινω
IDX:
46583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46584
Key:

Data

{'content': 'mock at'}