Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
κατασκαφή
κατασκαφής
View word page
κατασικελίζω
to Sicilise
ShortDef
to Sicilise
Debugging
Headword:
κατασικελίζω
Headword (normalized):
κατασικελίζω
Headword (normalized/stripped):
κατασικελιζω
IDX:
46582
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46583
Key:
Data
{'content': 'to Sicilise'}