Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
κατασκάπτω
κατασκαριφάω
View word page
κατασιγάω
to become silent

ShortDef

to become silent

Debugging

Headword:
κατασιγάω
Headword (normalized):
κατασιγάω
Headword (normalized/stripped):
κατασιγαω
IDX:
46580
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46581
Key:

Data

{'content': 'to become silent'}