Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
κατασιωπάω
κατασιωπητέον
κατασκαίρω
View word page
κατασιγαίνω
silence, calm
ShortDef
silence, calm
Debugging
Headword:
κατασιγαίνω
Headword (normalized):
κατασιγαίνω
Headword (normalized/stripped):
κατασιγαινω
IDX:
46578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46579
Key:
Data
{'content': 'silence, calm'}