Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
κατασιτέομαι
View word page
κατασθενέω
to weaken
ShortDef
to weaken
Debugging
Headword:
κατασθενέω
Headword (normalized):
κατασθενέω
Headword (normalized/stripped):
κατασθενεω
IDX:
46575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46576
Key:
Data
{'content': 'to weaken'}