Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
κατασίνομαι
View word page
κατασήπω
to make rotten, let rot

ShortDef

to make rotten, let rot

Debugging

Headword:
κατασήπω
Headword (normalized):
κατασήπω
Headword (normalized/stripped):
κατασηπω
IDX:
46574
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46575
Key:

Data

{'content': 'to make rotten, let rot'}