Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
κατασιλλαίνω
View word page
κατασημαντικός
marking distinctly

ShortDef

marking distinctly

Debugging

Headword:
κατασημαντικός
Headword (normalized):
κατασημαντικός
Headword (normalized/stripped):
κατασημαντικος
IDX:
46573
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46574
Key:

Data

{'content': 'marking distinctly'}