Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
κατασικελίζω
View word page
κατασημαίνομαι
cause to be sealed up

ShortDef

cause to be sealed up

Debugging

Headword:
κατασημαίνομαι
Headword (normalized):
κατασημαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασημαινομαι
IDX:
46572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46573
Key:

Data

{'content': 'cause to be sealed up'}