Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
κατασιδηρόω
View word page
κατασήθω
strain through a sieve

ShortDef

strain through a sieve

Debugging

Headword:
κατασήθω
Headword (normalized):
κατασήθω
Headword (normalized/stripped):
κατασηθω
IDX:
46571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46572
Key:

Data

{'content': 'strain through a sieve'}