Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
κατασιγάζω
κατασιγαίνω
κατασιγαστικός
κατασιγάω
View word page
κατασεύομαι
to rush back into

ShortDef

to rush back into

Debugging

Headword:
κατασεύομαι
Headword (normalized):
κατασεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κατασευομαι
IDX:
46570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46571
Key:

Data

{'content': 'to rush back into'}