Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
κατασθμαίνω
View word page
κατάσεισις
shaking
ShortDef
shaking
Debugging
Headword:
κατάσεισις
Headword (normalized):
κατάσεισις
Headword (normalized/stripped):
κατασεισις
IDX:
46566
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46567
Key:
Data
{'content': 'shaking'}