Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
κατασήπω
κατασθενέω
View word page
κατασβεστέον
one must quench

ShortDef

one must quench

Debugging

Headword:
κατασβεστέον
Headword (normalized):
κατασβεστέον
Headword (normalized/stripped):
κατασβεστεον
IDX:
46565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46566
Key:

Data

{'content': 'one must quench'}