Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
κατασήθω
κατασημαίνομαι
κατασημαντικός
View word page
κατασβέννυμι
to put out, quench

ShortDef

to put out, quench

Debugging

Headword:
κατασβέννυμι
Headword (normalized):
κατασβέννυμι
Headword (normalized/stripped):
κατασβεννυμι
IDX:
46563
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46564
Key:

Data

{'content': 'to put out, quench'}