Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
κατασεύομαι
View word page
κατάσαρκος
fleshy, plump

ShortDef

fleshy, plump

Debugging

Headword:
κατάσαρκος
Headword (normalized):
κατάσαρκος
Headword (normalized/stripped):
κατασαρκος
IDX:
46560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46561
Key:

Data

{'content': 'fleshy, plump'}