Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
κατασείω
κατασελγαίνω
View word page
κατασαμινθεύω
throw into a bath

ShortDef

throw into a bath

Debugging

Headword:
κατασαμινθεύω
Headword (normalized):
κατασαμινθεύω
Headword (normalized/stripped):
κατασαμινθευω
IDX:
46559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46560
Key:

Data

{'content': 'throw into a bath'}