Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
κατασειστέον
View word page
κατάρχομαι
began the sacred

ShortDef

began the sacred

Debugging

Headword:
κατάρχομαι
Headword (normalized):
κατάρχομαι
Headword (normalized/stripped):
καταρχομαι
IDX:
46557
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46558
Key:

Data

{'content': 'began the sacred'}