Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
κατάσβεσις
κατασβεστέον
κατάσεισις
View word page
καταρχικός
pertaining to
ShortDef
pertaining to
Debugging
Headword:
καταρχικός
Headword (normalized):
καταρχικός
Headword (normalized/stripped):
καταρχικος
IDX:
46556
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46557
Key:
Data
{'content': 'pertaining to'}