Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
κατασβέννυμι
View word page
καταρχαιρεσιάζω
to defeat in an election

ShortDef

to defeat in an election

Debugging

Headword:
καταρχαιρεσιάζω
Headword (normalized):
καταρχαιρεσιάζω
Headword (normalized/stripped):
καταρχαιρεσιαζω
IDX:
46553
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46554
Key:

Data

{'content': 'to defeat in an election'}