Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
κατασάττω
View word page
καταρτύω
to prepare, dress
ShortDef
to prepare, dress
Debugging
Headword:
καταρτύω
Headword (normalized):
καταρτύω
Headword (normalized/stripped):
καταρτυω
IDX:
46552
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46553
Key:
Data
{'content': 'to prepare, dress'}