Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
κατασάρκωσις
View word page
κατάρτυσις
training, discipline

ShortDef

training, discipline

Debugging

Headword:
κατάρτυσις
Headword (normalized):
κατάρτυσις
Headword (normalized/stripped):
καταρτυσις
IDX:
46551
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46552
Key:

Data

{'content': 'training, discipline'}