Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
κατάσαρκος
View word page
καταρτιστήρ
one who restores order, a mediator
ShortDef
one who restores order, a mediator
Debugging
Headword:
καταρτιστήρ
Headword (normalized):
καταρτιστήρ
Headword (normalized/stripped):
καταρτιστηρ
IDX:
46550
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46551
Key:
Data
{'content': 'one who restores order, a mediator'}