Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
κατασαμινθεύω
View word page
καταρτισμός
restoration, reconciliation

ShortDef

restoration, reconciliation

Debugging

Headword:
καταρτισμός
Headword (normalized):
καταρτισμός
Headword (normalized/stripped):
καταρτισμος
IDX:
46549
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46550
Key:

Data

{'content': 'restoration, reconciliation'}