Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
κατάρχω
View word page
κατάρτισμα
finished product

ShortDef

finished product

Debugging

Headword:
κατάρτισμα
Headword (normalized):
κατάρτισμα
Headword (normalized/stripped):
καταρτισμα
IDX:
46548
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46549
Key:

Data

{'content': 'finished product'}