Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
κατάρχομαι
View word page
κατάρτισις
restoration
ShortDef
restoration
Debugging
Headword:
κατάρτισις
Headword (normalized):
κατάρτισις
Headword (normalized/stripped):
καταρτισις
IDX:
46547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46548
Key:
Data
{'content': 'restoration'}