Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
καταρχικός
View word page
κατάρτιον
mast
ShortDef
mast
Debugging
Headword:
κατάρτιον
Headword (normalized):
κατάρτιον
Headword (normalized/stripped):
καταρτιον
IDX:
46546
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46547
Key:
Data
{'content': 'mast'}