Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
κατάρχης
View word page
καταρτίζω
to adjust, put in order, in battle array

ShortDef

to adjust, put in order, in battle array

Debugging

Headword:
καταρτίζω
Headword (normalized):
καταρτίζω
Headword (normalized/stripped):
καταρτιζω
IDX:
46545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46546
Key:

Data

{'content': 'to adjust, put in order, in battle array'}