Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
καταρχή
View word page
καταρτεία
equipment
ShortDef
equipment
Debugging
Headword:
καταρτεία
Headword (normalized):
καταρτεία
Headword (normalized/stripped):
καταρτεια
IDX:
46544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46545
Key:
Data
{'content': 'equipment'}