Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
καταρτύω
καταρχαιρεσιάζω
View word page
καταρτάω
to hang down from, hang on
ShortDef
to hang down from, hang on
Debugging
Headword:
καταρτάω
Headword (normalized):
καταρτάω
Headword (normalized/stripped):
καταρταω
IDX:
46543
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46544
Key:
Data
{'content': 'to hang down from, hang on'}