Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
κατάρτυσις
View word page
καταρρώξ
jagged, broken
ShortDef
jagged, broken
Debugging
Headword:
καταρρώξ
Headword (normalized):
καταρρώξ
Headword (normalized/stripped):
καταρρωξ
IDX:
46541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46542
Key:
Data
{'content': 'jagged, broken'}