Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
καταρτιστήρ
View word page
καταρρωδέω
to fear, dread

ShortDef

to fear, dread

Debugging

Headword:
καταρρωδέω
Headword (normalized):
καταρρωδέω
Headword (normalized/stripped):
καταρρωδεω
IDX:
46540
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46541
Key:

Data

{'content': 'to fear, dread'}