Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
κατάρτισις
κατάρτισμα
καταρτισμός
View word page
κατάρρυτος
irrigated, watered

ShortDef

irrigated, watered

Debugging

Headword:
κατάρρυτος
Headword (normalized):
κατάρρυτος
Headword (normalized/stripped):
καταρρυτος
IDX:
46539
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46540
Key:

Data

{'content': 'irrigated, watered'}