Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
καταρτεία
καταρτίζω
κατάρτιον
View word page
καταρρυπόω
to be soiled and dirty

ShortDef

to be soiled and dirty

Debugging

Headword:
καταρρυπόω
Headword (normalized):
καταρρυπόω
Headword (normalized/stripped):
καταρρυποω
IDX:
46536
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46537
Key:

Data

{'content': 'to be soiled and dirty'}