Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
καταρτάω
View word page
καταρρυθμίζω
bring into rhythm

ShortDef

bring into rhythm

Debugging

Headword:
καταρρυθμίζω
Headword (normalized):
καταρρυθμίζω
Headword (normalized/stripped):
καταρρυθμιζω
IDX:
46533
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46534
Key:

Data

{'content': 'bring into rhythm'}