Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
κάταρσις
View word page
καταρρυής
falling away
ShortDef
falling away
Debugging
Headword:
καταρρυής
Headword (normalized):
καταρρυής
Headword (normalized/stripped):
καταρρυης
IDX:
46532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46533
Key:
Data
{'content': 'falling away'}