Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
καταρρώξ
View word page
καταρροώδης
subject to catarrh

ShortDef

subject to catarrh

Debugging

Headword:
καταρροώδης
Headword (normalized):
καταρροώδης
Headword (normalized/stripped):
καταρροωδης
IDX:
46531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46532
Key:

Data

{'content': 'subject to catarrh'}