Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
καταρρωδέω
View word page
καταρρόφησις
swallowing

ShortDef

swallowing

Debugging

Headword:
καταρρόφησις
Headword (normalized):
καταρρόφησις
Headword (normalized/stripped):
καταρροφησις
IDX:
46530
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46531
Key:

Data

{'content': 'swallowing'}