Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καταρρίπτω
καταρροή
καταρροιβδέω
καταρροιζέω
καταρροΐζομαι
καταρροϊκός
κατάρροος
καταρροπή
κατάρροπος
καταρροφάνω
καταρροφέω
καταρρόφησις
καταρροώδης
καταρρυής
καταρρυθμίζω
κατάρρυθμος
καταρρυπαίνω
καταρρυπόω
κατάρρυσις
καταρρυσόομαι
κατάρρυτος
View word page
καταρροφέω
to gulp
ShortDef
to gulp
Debugging
Headword:
καταρροφέω
Headword (normalized):
καταρροφέω
Headword (normalized/stripped):
καταρροφεω
IDX:
46529
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-46530
Key:
Data
{'content': 'to gulp'}