Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμμορίη
ἄμμορος
ἄμμος
ἅμμος
ἄμμος2
ἀμμοσκοπία
ἀμμότροφος
ἀμμοφανής
ἀμμόχρυσος
ἀμμοχωσία
ἀμμόχωστος
ἀμμώδης
Αμμων
Ἄμμων
Ἀμμώνιος
Ἀμμώνιος2
Ἀμμωνίς
ἄμναμος
ἀμνάς
ἀμνεῖος
ἀμνεύς
View word page
ἀμμόχωστος
sanded up

ShortDef

sanded up

Debugging

Headword:
ἀμμόχωστος
Headword (normalized):
ἀμμόχωστος
Headword (normalized/stripped):
αμμοχωστος
IDX:
4652
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4653
Key:

Data

{'content': 'sanded up'}